-
1 иррациональность
1. мат. το υπερβα-τό(ν) 2. филос. το αντιορ-θολογιστικό, η αλογία, ο άλογο(ν), ο παραλογισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иррациональность
-
2 решётка
1. тех. η σχάρα, το δικτυωτόкингстонная - мор. το δικτυωτό κιβώτιο θαλάσσηςкристаллическая гексагональная - το (μέγιστης πυκνότητας) εξαγωγικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая гране-центрированная кубическая - εδροκεντρω-μένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая объёмно-центрированная кубическая - το χωροκεντρωμένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая предохранительная - ав. (предотвращающаяпопадание птиц в двигатель) το πλέγμααποτροπής αναρρόφησης (πουλιών)2. (структура) мат. ηαλγεβρική δομή 3. (заграждение, ограда) τα κάγκελα, το κιγκλίδωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решётка
-
3 мера
-ы θ.1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•-ы длины μέτρα μήκους•
-ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•
-ы объёма μέτρα όγκου•
-ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•
кубическая мера κυβικό μέτρο.
|| η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.2. μτφ. όριο•следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•
всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•
знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.
|| (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•-ы наказания μέσα τιμωρίας•
принимать -ы παίρνω τα μέτρα•
-ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•
-ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•
решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•
высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.
εκφρ.без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•в -у – στο μέτρο (μέτρια)•ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.
Перевод: со всех языков на греческий
с греческого на все языки- С греческого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий